- θυμηγερώ
- θυμηγερῶ, -έω (Α)συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων» — βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω].
Dictionary of Greek. 2013.